-
1 память
вчт. η μνήμηдолговременная - см. постоянная -зрительная - мед. οπτική -односторонняя - см. постоянная -оптическая - см. зрительная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > память
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek